- εμβάζω
- μετ. переводить, высылать, пересылать переводом (деньги)
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
εμβάζω — 1. βάζω κάτι μέσα σε κάτι άλλο 2. στέλνω χρήματα με τραπεζική ή ταχυδρομική επιταγή … Dictionary of Greek
εμβάζω — έμβασα, μτβ. στέλνω χρήματα με επιταγή: Θα σου εμβάσω με το ταχυδρομείο το ενοίκιο … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
προεμβάζω — Ν [εμβάζω] στέλνω προηγουμένως χρήματα με τραπεζική ή ταχυδρομική επιταγή, εμβάζω προκαταβολικά … Dictionary of Greek
νους — ο (ΑΜ νοῡς, Α και ασυναίρ. τ. νόος) 1. η ικανότητα τού νοείν, σε αντιδιαστολή προς το αισθάνεσθαι, η δύναμη που χαρακτηρίζει τον άνθρωπο να σκέφτεται λογικά, το σύνολο τών λειτουργιών τού ανθρώπινου εγκεφάλου, νόηση, διάνοια («τυφλὸς τὰ τ ὦτα τόν … Dictionary of Greek